1 απουσια
(ἀ. πολλή Arst.)
ὀλίγης ἀπουσίας γεγενημένης Diod. — с потерей небольшого количества
(Ἕλληνες τέν τοῦ σπέρματος πρόεσιν ἀπουσίαν καλοῦσι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > απουσια